στιγμαίος

στιγμαίος
-αία, -ον, Α
βλ. στιγμιαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στιγμιαίος — α, ο / στιγμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και στιγμαῑος, αία, ον, Α αυτός που έχει ελάχιστη διάρκεια, που διαρκεί μόνο μια στιγμή (α. «στιγμιαία αναλαμπή» β. «ὁ μακρότατος βίος ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμιαῑος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”